- ἐμβασίχυτρος
- ἐμβασίχυτροςpot-visitormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβασίχυτρος — ἐμβασίχυτρος, ο (Α) αυτός που μπαίνει στις χύτρες (ονομασία ποντικού στη Βατραχομυομαχία) … Dictionary of Greek
φιλτραίος — αία, ον, Α (όν. ποντικού στην Βατραχομ.) γοητευτικός, γόης («Φιλτραῑον δ ἄρ ἔπεφνεν ἀμύμων Ἐμβασίχυτρος», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek